- φυστικιά
- η, Νβλ. φυστικιά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τσαντ — I Κράτος της κεντρικής Αφρικής. Συνορεύει στα βόρεια με τη Λιβύη, δυτικά με η Νιγηρία, νότια με το Καμερούν και ανατολικά με το Σουδάν.Διοικητικά η χώρα διαιρείται σε 14 νομούς: Mπάτα (Άτι), Mπιλτίνε (Mπιλτίνε), Mπόρκου Eνέντι Tιμπέστι, Σαρί… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
φιστικιά — (πιστακία η γνήσια). Φυτό της οικογένειας των ανακαρδιιδών (δικοτυλήδονα), που καλλιεργείται για τα σαρκώδη, ελαιούχα και αρωματικά σπέρματά της, τα οποία χρησιμοποιούνται στη ζαχαροπλαστική, στην κουφετοποιία, στη μαγειρική ή καταναλώνονται… … Dictionary of Greek
Μόπτι — Πόλη του Μάλι. H πόλη είναι κτισμένη σε ύψος 263 μ., στη συμβολή των ποταμών Mπάνι και Nίγηρα. O αστικός της πυρήνας που περιλαμβάνει γραφικές συνοικίες, απλώνεται πάνω σε τρία υψώματα, τα οποία κατά τη διάρκεια των πλημμυρών διαμορφώνονται σε… … Dictionary of Greek
Στσετσουάν — Επαρχία της κεντρικής Κίνας, μια από τις μεγαλύτερες της χώρας (570.000 τ. χλμ., 107.218.173 κάτ.). Η επαρχία χωρίζεται μορφολογικά σε δύο ενότητες: την ανατολική λεκάνη της Σ., που διασχίζουν οι παραπόταμοι του Γιανγκ Τσε Κιανγκ Μιν, Βου, Λου… … Dictionary of Greek